- εὐδοκίμησα
- εὐδοκιμέωto be of good reputeaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδοκιμώ — ευδοκίμησα, πετυχαίνω, προκόβω, προοδεύω: Στον τόπο αυτόν ευδοκιμούν τα πρώιμα κηπευτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐδοκιμησάσης — εὐδοκιμησά̱σης , εὐδοκιμέω to be of good repute aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκιμήσας — εὐδοκιμήσᾱς , εὐδοκιμέω to be of good repute aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκιμήσασα — εὐδοκιμήσᾱσα , εὐδοκιμέω to be of good repute aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκιμήσασαι — εὐδοκιμήσᾱσαι , εὐδοκιμέω to be of good repute aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκιμήσασαν — εὐδοκιμήσᾱσαν , εὐδοκιμέω to be of good repute aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκιμήσασι — εὐδοκιμήσᾱσι , εὐδοκιμέω to be of good repute aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκιμήσασιν — εὐδοκιμήσᾱσιν , εὐδοκιμέω to be of good repute aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδοκιμώ — ευδοκιμώ, ευδοκίμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής